ΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

Ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Νέας Ιωνίας που συνδέεται με το προσφυγικό παρελθόν της και που μας κάνει να αισθανόμαστε περήφανοι ακόμα και σήμερα, είναι αυτό της βιομηχανικής ανάπτυξης - ανάπτυξης της ταπητουργίας, που συντελέστηκε σχεδόν αμέσως μετά τον ερχομό των προσφύγων, στη σημερινή περιοχή της Νέας Ιωνίας - τότε συνοικίας "Ποδαράδων". Σίγουρα ο ιστορικός του μέλλοντος θα πρέπει να ασχοληθεί πριν χαθούν εντελώς τα στοιχεία που ακόμα υπάρχουν. Μιλάμε για μια κολοσσιαία βιομηχανική ανάπτυξη, σε σημείο που η Νέα Ιωνία να ονομαστεί το Μάντσεστερ της Ελλάδας!

Ο βιοπορισμός των προσφύγων, δε θα λυνόταν με τα λίγα χρήματα των αποζημιώσεων. Γι αυτό ιδρύθηκε και στην Ελλάδα και λειτούργησε ταχύτατα, η ήδη ιδρυμένη από το 1923, από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), λεγόμενη "Επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων - Ε.Α.Π." με στόχο την οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση, των 1.200.000 προσφύγων. Η επιτροπή αυτή είχε τέσσερα μέλη: 2 από την εθνική κοινότητα και 2 που όριζε η ελληνική κυβέρνηση. Προϋπόθεση ο πρόεδρος να μην είναι Έλληνας (πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο αμερικανός πρώην πρεσβευτής της πόλης, Ερρίκος Μορκεντάου). Η επιτροπή προικοδοτήθηκε από διάφορες δωρεές προς αυτήν, σε διεθνές επίπεδο και από δάνεια.

Η Ελλάδα προσέφερε στην ύπαιθρο γαίες και στις αστικές περιοχές γήπεδα που αν δεν ήταν δημόσια απαλλοτριώνονταν (όπως έγινε στη Ν. Ιωνία), δηλαδή με την απαλλοτρίωση του χώρου του Ιστορικού Κέντρου από τον "Πανάγιο Τάφο", προκειμένου να ανεγερθούν κατοικίες και εργοστάσια.
Η Ε.Α.Π. προσανατολίστηκε αρχικά ν' αποκαταστήσει αγρότες πρόσφυγες σε εδάφη της Μακεδονίας, της Θράκης, της Πελοποννήσου, της Κρήτης κλπ. Φάνηκε πως εκεί πήγε καλά, καθώς γρήγορα δόθηκαν γαίες και ζώα, σπόροι και τροφές σε πρόσφυγες που ήξεραν και μπορούσαν να καλλιεργήσουν τη γη. Η εγκατάσταση αυτή προχώρησε καλά. Τι Θα γινόταν όμως με τις εκατοντάδες χιλιάδες των λεγόμενων "αστών προσφύγων" που είχαν κατακλύσει την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη; Εδώ βέβαια δεν υπάρχουν γαίες για να παραχωρηθούν. Έτσι η Ε.Α.Π. κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις: άρχισε την ταχύρρυθμη ανέγερση προσφυγικών κατοικιών σε συνοικισμούς, όπου ήδη είχαν εγκατασταθεί σε πρόχειρα καταλύματα οι πρόσφυγες (Βύρωνας, Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Καισαριανή, Νέα Φιλαδέλφεια, Νίκαια κλπ.) και το ακόμη σπουδαιότερο, πριμοδότησε επιχειρηματίες με πείρα - και τέτοιοι υπήρχαν πολλοί ανάμεσα στους Σπαρταλήδες, τους Καππαδόκες, τους Σμυρνιούς της Ν. Ιωνίας - παραχωρώντας τους, με ασήμαντα ποσά, μεγάλο οικόπεδα, σε περιοχές τύπου βιομηχανικών πάρκων (Ελευθερούπολη-Περισσός) με την προϋπόθεση να κατατεθούν άμεσα σχέδια οικοδομής, να έχουν τελειώσει μέσα σε δύο χρόνια οι εργασίες ανέγερσης και να έχει αρχίσει η λειτουργία των εργοστασίων. Τα βιομηχανικά οικόπεδα που είχαν παραχωρηθεί, ανάμεσα 1924-1928 στη Ν. Ιωνία ήταν 25, σε ένα σύνολο 40 για ολόκληρη την Αθήνα, ενώ τα σπίτια που είχαν ανεγερθεί ήσαν 2.814, στο βασικό σχήμα: διώροφες τετρακατοικίες, διόροφες διπλοκατοικίες και μικρά ισόγεια διαμερίσματα κατά παράταξη.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος παράλληλα για να στηρίξει τους επιχειρηματίες, χορηγούσε χαμηλότοκα δάνεια, για την ίδρυση κυρίως βιοτεχνιών -κυρίως ταπητουργίες- όπου ιδρύθηκαν 30, χωρίς βέβαια να υπολογίζονται στο Πλαίσιο της οικοτεχνίας και οι 1.000 αργαλειοί χαλιού, που πορήγαγαν χαλιά στα σπίτια, κατά παραγγελία (φασόν). Πώς θα γινόταν άλλωστε, αφού θα έλεγε κανείς, ότι ήταν στο DNA των προσφύγων της Κεντροδυτικής Μ. Ασίας, η ενασχόληση με την ταπητουργία. Το 1922, πριν από τον ερχομό ιων προσφύγων στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο 130 ιστοί χαλιών, όπου απασχολούνταν 230 εργάτες, το 1926 είχαν γίνει 5.500 που απασχολούσαν 12.000 εργάτες (για την κυριολεξία εργάτριες, αφού κυρίως γυναίκες ασχολούνταν με το χαλί).

Όμως ας γυρίσουμε στα μεγάλα οικόπεδα που παραχωρούνταν για την ίδρυση των εργοστασίων και την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η Ε.Α.Π. είχε δει ότι με την προπαιδεία των προσφύγων στη Νέα Ιωνία στον τομέα αυτό, και παράλληλα χρησιμοποιώντας τα νερά του Ποδονίφτη και των πηγαδιών θα μπορούσε να αναδειχθεί η βιομηχανία των κλωστών και νημάτων, του ερίου, του βάμβακος και της μέταξας. Δεν έπεσε έξω. Η Νέα Ιωνία εξελίσσεται ραγδαία όντας μια πόλη πρώτου μεγέθους, υπερτοπικού χαρακτήρα. Λειτουργούν 100 μεγαλύτερα και μικρότερα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Από τη μια λοιπόν κτίζονται εργοστάσια, εργαστήρια και σπίτια και από την άλλη παράλληλα εργάτες και εργάτριες δουλεύουν στον αργαλειό σε φρενήρεις ρυθμούς. Το 1927 στη Νέα Ιωνία, εργάζονται στα εργοστάσια 1.500 εργάτες που μαζί με τους τεχνίτες (σχεδιαστές, μηχανουργούς κλπ.) υπολογίζονται σε 2.000. Οι γυναίκες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία (το 80% περίπου), μιας και η αμοιβή τους ήταν στο μισό των ανδρών, αν και η δουλειά τους κάλυπτε το δεκάωρο και οι συνθήκες, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, δεν ήσαν βέβαια και οι καλύτερες, όταν μάλιστα όλη μέρα βρίσκονταν πνιγμένες στο χνούδι. Φτηνά εργατικά χέρια κι εκμετάλλευση, αλλά και παράλληλα αγώνας των εργαζομένων για βελτίωση των συνθηκών και καλύτερες αμοιβές. Ωστόσο παρούσα η απασχόληση και η μέσω αυτής εξύψωση του ηθικού των προσφύγων, που άρχισαν πια να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον.
Η ιστορική αλήθεια απαιτεί να ειπωθεί ότι στη Ν. Ιωνία και συγκεκριμένα στον Περισσό, ήδη από το 1917 λειτουργούσε ένα μεγάλο εργοστάσιο η Μεταξουργία του Αρκά βιομήχανου Νίκου Κιρκίνη, η οποία γρήγορα και με τη συμβολή των προσφύγων τεχνιτών και εργατών, επεκτάθηκε σε νέες μονάδες (την Εριουργία, την Ταπητουργία και τελευταία την Βαμβακουργία που εγκαταστάθηκε εκεί στο εμβληματικό κτίριο με την πρωσική αρχιτεκτονική, απέναντι από το σταθμό των Πευκακίων).

Όμως το μεγάλο μπουμ στη βιομηχανία γίνεται όταν η μια μετά την άλλη ιδρύονται και λειτουργούν οι βιομηχανικές μονάδες, των προσφύγων, κατά κύριο λόγο, που αξιοποιούν τα κίνητρα της Ε.Α.Π. Σημαιοφόρος των μονάδων, θα πρέπει να θεωρηθεί το συγκρότημα "Μουταλάσκη", με τον ταύρο στη σημαία του, που ίδρυσε η οικογένεια του Ιάκωβου Τσαλίκογλου από τη Μουταλάσκη της Καππαδοκίας. Ο Τσαλίκογλου ήρθε με την Ανταλλαγή. Ετσι μπόρεσε να φέρει μαζί του ως ξεκίνημα 3-4 αργαλειούς (ξύλινους, όπως ήσαν τότε. Λίγο αργότερα θα αρχίσουν να χρησιμοποιούνται οι σιδερένιοι, που έρχονταν από τα εξωτερικό, αλλά πολλές φορές οι Ιωνιώτες μηχανουργοί τους επέφεραν σπουδαίες βελτιώσεις). Ο Τσαλίκογλου γρήγορα συνεργάστηκε με ένα συμπατριώτη του, τον Αλέξανδρο Σινιόσογλου και τα παιδιά του φτιάχνοντας την παγκοσμίου φήμης πια "Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία: Μουταλάσκη" εταιρεία που έφερε σιδερένιους αργαλειούς, τύπου Ruttί, ενώ εφάρμοζε πρωτοποριακά συστήματα οργάνωσης απλώνοντας ένα δίχτυ προστασίας των εργαζομένων και προσφορών στην απόδοσή τους. Στη μεγάλη της ακμή η "Μουταλάσκη" έφτασε ν' απασχολεί 600 εργαζόμενους. Παρήγαγε τα
πολύ γνωστά σεντόνια της και τα περίφημα ανθεκτικά υφάσματα, τα "κάμποτ".
Αλλα μεγάλα εργοστάσια ήσαν:
1. Το εργοστάσιο "Τρία Άλφα" αρχικά "Στερλίνα" των Σπαρταλήδων: Εφραίμογλου-Στύλογλου-Αθανάσογλου, που άρχισε να λειτουργεί το 1927 και παρήγαγε τα διάσημα κασμήρια 3Α που εθεωρούντο εφάμιλλα των σκωτσέζικων.
2. Η "Αθηνά" που ίδρυσαν στα 1926-27, οι αδελφοί Σινάνογλου, από τη Μουταλάσκη και αυτοί. Η παραγωγή τους ήταν σε υφάσματα "κάμποτ". Το εργοστάσιο το 1991 αγοράστηκε από τον Αλαγιώτη επιχειρηματία Ιωάννη Σακκαλίδη).
3. Η "Ελληνίς" μια βιομηχανική μονάδα, που ωσότου κατεδαφιστεί, πριν από λίγα χρόνια, διατηρούσε την περίφημη οδοντωτή στέγη της.
4. Οι βιομηχανίες "Νίκη" του Σαραντόπουλου, η "Ελληνική Μεταξουργία 'Αφροδίτη'" κι ακόμη εργοστάσια πολύ κοντά στα όριο με τη Νέα Φιλαδέλφεια: "Μπριτάνια" και "Εσπερος".
Βέβαια υπήρχαν και ταπητουργικά εργοστάσια αυτά των: Φιλίππου Καχραμάνογλου, Αβραάμ Καχραμάνογλου, Σοφίας Γαβριηλίδου, Τηλέμαχου Δουρμούσογλου, Δημητρίου Εφραίμογλου, Νικολάου Χατζησταθόγλου κλπ, όλων Σπαρταλήδων.
Στο τέλος της δεκαετίας του '20, η ταπητουργία εξ' αιτίας του μεγάλου οικονομικού "κραχ" των Η.Π.Α. αρχίζει να παρακμάζει και ουσιαστικά σβήνει λίγο μετά τον πόλεμο. Το χειροποίητο χαλί είναι ευαίσθητο και προπαντώς στοιχίζει πολύ. 'Ετσι όταν οι εξαγωγές σταματούν, καθώς εμφανίζεται το μηχανοποίητο και προκύπτουν ανταγωνιστικές χώρες, η παραγωγή περιορίζεται και δε συμφέρει η λειτουργία μεγάλων μονάδων. Όμως παρά το "κραχ", αλλά και τη μερική χρεοκοπία της Ελλάδας του 1932, η Κλωστοϋφανταυργία εξακολουθεί ν' ακμάζει και να δίνει ζωή στην πολιτεία που την ορίζουν πια οι βάρδιες των εργοστασίων και τα σφυρίγματα των σειρήνων. Εργάτες και εργάτριες ομάδες-ομάδες, πρωί-πρωί, με το φαγητό τους στα μικρά τενεκεδάκια τους (τις καστανιές) σπεύδουν, με τα πόδια πάντα, παρά τις αποστάσεις, στα εργοστάσια