Ρωμαϊκή εποχή

Πλουσιότατο είναι, στη συνέχεια, το υλικό των Ρωμαϊκών χρόνων, προερχόμενο από όλους, ανεξαιρέτως, τους χώρους του σπηλαίου. Ο μέγιστος όγκος του ανάγεται στον ευρύ ορίζοντα του 2ου - 3ου αι. μ.Χ. Πέρα από τη μεγάλη ποσότητα χρηστικής και λεπτής κεραμικής, στο σχηματολόγιο της οποίας περιλαμβάνονται αμφορείς, πρόχοι, χύτρες, λεκανίδες, πινάκια, κάνθαροι, λύχνοι και μικρά αγγεία εξαίρετης ποιότητας με ανάγλυφες διακοσμήσεις έχουν έλθει στο φως πολλές γυάλινες χάνδρες διαφόρων τύπων και χρωμάτων, χάλκινα ενώτια, σιδερένια μικροαντικείμενα, μία σιδερένια αιχμή βέλους ή ακοντίου, χάλκινα νομίσματα (Αθηναϊκά Αυτοκρατορικά και Ρωμαϊκά), καθώς και ορισμένα βέβαια θραύσματα πήλινων ειδωλίων και ανάγλυφων αναθηματικών πλακιδίων που υποδηλώνουν τη λατρευτική χρήση του χώρου κατά την προχωρημένη Ρωμαϊκή εποχή.

Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί η ύπαρξη, ανάμεσα στο άφθονο κεραμικό υλικό των προχωρημένων Ρωμαϊκών χρόνων από το άνδηρο, το μικρό σπήλαιο και το στόμιο του μείζονος σπηλαίου, εκατοντάδων τμημάτων πήλινων κυψελών (beehives) του συνήθους κυλινδρικού τύπου, γνωστού από πολλές Αττικές και νησιώτικες θέσεις, του οποίου η ειδική λειτουργία ως βασικού σκεύους των αρχαίων υποδείχθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 από τον αείμνηστο καθηγητή Δημήτριο Ι. Πάλλα. Η εύρεση τόσο μεγάλου αριθμού θραυσμάτων κυψελών (αρχ. σίμβλων) στον συγκεκριμένο χώρο θα απαιτήσει, ασφαλώς, ιδιαίτερη ερμηνεία. Οπωσδήποτε, με τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνεται η άσκηση μελισσοκομίας στο νησί κατά την Αρχαιότητα, ενώ ζωντανεύει και η αναφορά του Ευριπίδη στην πατρίδα του: την “μελισσοτρόφο Σαλαμίνα” (Τρωάδες, στιχ. 798 - 799).

Προηγούμενη | Αρχική | Ελληνορωμαϊκή Λατρεία